ΠΡΙΝ 29 Φεβρουαρίου – 1 Μαρτίου 2020 Νο.1464 Η συμβολή του Ένγκελς στον Μαρξισμό και η προσπάθεια να τεθεί σε αντιπαράθεση με τον Μαρξ Σταύρος Μαυρουδέας Μια σύντομη βιογραφία To 2020 είναι η διακοσιοστή επέτειος από τη γέννηση του Φρ.Ένγκελς, συνιδρυτή της Mαρξιστικής παράδοσης. Προερχόταν από αστική οικογένεια με επιχειρήσεις στη Γερμανία και την Αγγλία. Σαν νεολαίος ακολούθησε την ριζοσπαστικοποίηση της γερμανικής φοιτητικής νεολαίας εκείνης της εποχής που, αν και προερχόταν από την αστική τάξη, ήταν βαθιά απογοητευμένη από την αποτυχία των αστικών δημοκρατικών επαναστάσεων στη τότε κατακερματισμένη Γερμανία. Αυτές οι επαναστάσεις για μια δημοκρατική κοινωνία ξεκινούσαν από την αστική τάξη που όμως εμπρός στην στρατιωτική απειλή σύντομα συμβιβαζόταν αφήνοντας τις λαϊκές τάξεις
Topics:
Stavros Mavroudeas considers the following as important: Άρθρα σε εφημερίδες - Newspaper articles, Ένγκελς, Μαυρουδέας, ΠΡΙΝ
This could be interesting, too:
Stavros Mavroudeas writes Σχόλια σε άρθρο για το χρηματιστήριο τροφίμων και τις αυξήσεις των τιμών τους – ΒΗΜΑ 23/6/2024
Stavros Mavroudeas writes Λυδία λίθος για την Αριστερά η στάση απέναντι στην ΕΕ – Στ.Μαυρουδέας ΠΡΙΝ 8-9/6/2024
Stavros Mavroudeas writes «Οι καταστροφικές επιπτώσεις της ΕΕ στην Ελλάδα και τους εργαζόμενους» – Στ.Μαυρουδέας ΠΡΙΝ 20-21/4/2024
Stavros Mavroudeas writes Οκτώβριος 1917: Επανάσταση ή πραξικόπημα; – Στ.Μαυρουδέας, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 28-1-2024
ΠΡΙΝ
29 Φεβρουαρίου – 1 Μαρτίου 2020
Νο.1464
Η συμβολή του Ένγκελς στον Μαρξισμό και η προσπάθεια να τεθεί σε αντιπαράθεση με τον Μαρξ
Σταύρος Μαυρουδέας
Μια σύντομη βιογραφία
To 2020 είναι η διακοσιοστή επέτειος από τη γέννηση του Φρ.Ένγκελς, συνιδρυτή της Mαρξιστικής παράδοσης. Προερχόταν από αστική οικογένεια με επιχειρήσεις στη Γερμανία και την Αγγλία. Σαν νεολαίος ακολούθησε την ριζοσπαστικοποίηση της γερμανικής φοιτητικής νεολαίας εκείνης της εποχής που, αν και προερχόταν από την αστική τάξη, ήταν βαθιά απογοητευμένη από την αποτυχία των αστικών δημοκρατικών επαναστάσεων στη τότε κατακερματισμένη Γερμανία. Αυτές οι επαναστάσεις για μια δημοκρατική κοινωνία ξεκινούσαν από την αστική τάξη που όμως εμπρός στην στρατιωτική απειλή σύντομα συμβιβαζόταν αφήνοντας τις λαϊκές τάξεις να πολεμήσουν μέχρι το πικρό τέλος. Ένα σημαντικό τμήμα της φοιτητικής νεολαίας – ανάμεσα τους οι Μαρξ και Ένγκελς – αμφισβήτησε την προοδευτικότητα της αστικής τάξης και αναζήτησε τον χειραφετητή της ανθρώπινης κοινωνίας στις λιγότερο μορφωμένες αλλά πιο αγωνιστικές λαϊκές τάξεις.
Ο Ένγκελς πρωτο-συναντήθηκε με τον Μαρξ το 1842, αλλά η διαχρονική φιλία και η επιστημονική και πολιτική συνεργασία τους ξεκίνησε το 1844. Είχε γίνει κομμουνιστής πριν από τον Μαρξ, με τον τελευταίο να ακολουθεί σύντομα. Συνέγραψαν το 1847 το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος. Συμμετείχε στις επαναστατικές εξεγέρσεις του 1849 στη Γερμανία και πολέμησε με ένα από τα καλύτερα επαναστατικά στρατιωτικά αποσπάσματα.
Μετά την ήττα των εξεγέρσεων επέστρεψε το 1850 στο Μάντσεστερ στην οικογενειακή επιχείρηση κλωστοϋφαντουργίας και είχε κυριολεκτικά μία «διπλή» ζωή: αφενός, ως διευθυντής εργοστασίου και αφετέρου ως κοινωνικός επαναστάτης. Την ίδια περίοδο ο Μαρξ εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο και η συνεργασία τους εντατικοποιήθηκε. Μεταξύ τους υπήρχε ένας συστηματικός καταμερισμός εργασίας, όπου ο Ένγκελς πρωταγωνίστησε κυρίως στις πολιτικές δραστηριότητες ενώ ο Μαρξ επικεντρώθηκε στη θεωρητική ανάλυση. Αυτό δεν μειώνει το θεωρητικό ανάστημα του Ένγκελς, καθώς συμμετείχε ενεργά στη διαμόρφωση της Μαρξιστικής θεωρίας με τις δικές του συνεισφορές, την συν-συγγραφή έργων με τον Μαρξ και, πάνω απ’ όλα, με την τεράστια γνώση του για τις πραγματικές λειτουργίες της καπιταλιστικής οικονομίας. Όταν ο Ένγκελς τελικά αποχώρησε από τις επιχειρηματικές δραστηριότητες το 1870, μετακόμισε κοντά στο Μαρξ στο Λονδίνο και η συνεργασία τους εντατικοποιήθηκε περαιτέρω.
Μετά τον θάνατο του Μάρξ το 1883, ο Ένγκελς ανέλαβε το ηράκλειο εγχείρημα του να επεξεργαστεί το αδημοσίευτο έργο του Μαρξ και ιδιαίτερα τον δεύτερο και τον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου. Επιπλέον, προώθησε δραστήρια τον Μαρξισμό και την δημιουργία επαναστατικών εργατικών κομμάτων.
Η συμβολή του Ένγκελς στη Μαρξιστική Πολιτική Οικονομία
Η θεωρητική συνεισφορά του Ένγκελς καλύπτει πολλά πεδία. Ωστόσο, συνήθως παραμελείται η συμβολή του στην Πολιτική Οικονομία.
Το πρώτο οικονομικό έργο του, τα Περιγράμματα μιας Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας, ώθησε τον Μαρξ στην Πολιτική Οικονομία. Σε αυτό προσφέρει μια κριτική ανάλυση της Θεωρίας της Αξίας της Κλασικής Πολιτικής Οικονομίας και μελετά τους οικονομικούς κύκλους, την τάση συγκέντρωσης και συγκέντρωσης του κεφαλαίου, το ρόλο της κερδοσκοπίας και την εγγενή τάση του καπιταλισμού να δημιουργεί πλεονάζον εργατικό δυναμικό («εφεδρικό στρατό εργασίας»). Τέλος, επισημαίνει τον αναποτελεσματικό χαρακτήρα του καπιταλισμού και την ανωτερότητα μιας σχεδιασμένης οικονομίας.
Στην Κατάστασή της Εργατικής Τάξης στην Αγγλία διερευνά κρίσιμα ζητήματα που αργότερα αποτέλεσαν τη ραχοκοκαλιά των Μαρξιστικών Οικονομικών της Εργασίας (αγορά εργασίας, προσδιορισμός μισθών και ανεργίας, διαδικασία εκβιομηχάνισης και τεχνικής αλλαγής). Ιδιαίτερα σημαντικός είναι ο τονισμός του κοινωνικού προσδιορισμού της αξίας της εργασιακής δύναμης (σε αντίθεση με τον Ρικαρδιανό απλά φυσικό προσδιορισμό της) και συνεπώς η διατηρησιμότητα των εργατικών κατακτήσεων. Στο θέμα αυτό επανέρχεται στο Στεγαστικό Ζήτημα.
Στο Anti-Duhring αφιερώνει ένα ολόκληρο τμήμα για την Πολιτική Οικονομία όπου αναλύει την επιστημονική μεθοδολογία, την θεωρία της υπεραξίας και την θεωρία της γαιοπροσόδου. Υπογραμμίζει δικαίως ότι η θεωρία της υπεραξίας (και φυσικά η υποκείμενη της Εργασιακή Θεωρία της Αξίας – ΕΘΑ) και ο Νόμος της Πτωτικής Τάσης του Ποσοστού Κέρδους (ΠΤΠΚ) αποτελούν τις βασικές αρχές της μαρξιστικής οικονομικής ανάλυσης και τον κορμό της διαφοροποίησης της από την Κλασική Πολιτική Οικονομία. Ένα συνήθως παραμελημένο πολύτιμο στοιχείο της συνεισφοράς του Ένγκελς στην Πολιτική Οικονομία είναι η επισήμανση από μέρους του της επίδρασης που έχει ο χρόνος περιστροφής του κεφαλαίου στην κερδοφορία. Με βάση τις βαθιές του γνώσεις για τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις, επισημαίνει ότι είναι ένας αντεπιδρών παράγοντας στην πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους. Αυτό είναι ένα ζήτημα που παραμένει μέχρι σήμερα ανεπαρκώς διερευνημένο στη Μαρξιστική οικονομική ανάλυση.
Όμως, η σημαντικότερη συμβολή του Ένγκελς στη Μαρξιστική Πολιτική Οικονομία είναι το ηράκλειο κατόρθωμα του να εξομαλύνει τα σημειωματάρια του Μαρξ και να τα διαμορφώσει στον δεύτερο και τρίτο τόμο του Κεφαλαίου. Αυτό δεν απαιτούσε έναν σχολαστικό φιλολογικό επιμελητή αλλά έναν πολύ ικανό πολιτικό οικονομολόγο με βαθιά γνώση των ζητημάτων που διαπραγματευόταν. Ο Ένγκελς ήταν σε θέση να επιτύχει σε αυτό όχι μόνο επειδή είχε αυτή την ποιότητα, αλλά και επειδή ήταν «σάρκα και αίμα» της σκέψης του Μαρξ. Η οικονομική ανάλυση του Μαρξ δεν θα ήταν τόσο ισχυρή χωρίς την πολύ στενή αλληλεπίδραση και την συνύπαρξη με την βαθιά γνώση του Ένγκελς σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας του καπιταλισμού και τις δικές του ισχυρές ικανότητες οικονομικής ανάλυσης.
Σχετικά με τις προσπάθειες αντιπαράθεσης του Ένγκελς στον Μαρξ
Συχνά ο Ένγκελς έχει υποστεί επιθέσεις κατηγορούμενος ότι παραμόρφωσε την σκέψη του Μαρξ. Το κοινό έδαφος τους είναι ότι έκανε τον Μαρξισμό μια πολιτική και θεωρητική δύναμη, προκαλώντας την οργή εχθρών αλλά αμφίβολων «φίλων», που προτιμούν τον Μαρξισμό σαν άμορφη «κριτική» προσέγγιση χωρίς πολιτική παρέμβαση.
Οι πρώτες σοβαρές επιθέσεις εκδηλώθηκαν στις δεκαετίες του 1970 και του 1980 και επικεντρώθηκαν σε φιλοσοφικά και μεθοδολογικά ζητήματα. Ο Ένγκελς κατηγορήθηκε ότι παραμόρφωσε την διαλεκτική του Μαρξ μετατρέποντας την σε μια μηχανιστικά αντικειμενική μέθοδο και ότι προσπάθησε να φυλακίσει το ελεύθερο κριτικό πνεύμα του Μαρξ στο κλουβί ενός τυποποιημένου «συστήματος» (π.χ. McLellan, Carver). Αυτή η επίθεση είχε μερικές φορές μια υπερ-αριστερή χροιά, καθώς εκθείαζε την υποτιθέμενη απροσδιοριστία της ταξικής πάλης σε αντίθεση με τους αυστηρούς νόμους κίνησης της. Στην αντιπαράθεση που ακολούθησε αποδείχθηκε ότι, παρά ορισμένες μικρές διαφορές, ο Ένγκελς ήταν σύμφωνος με τον Μαρξ.
Το δεύτερο κύμα επιθέσεων εκδηλώθηκε από την δεκαετία του 1990 και επικεντρώθηκε στην Πολιτική Οικονομία. Βασικός πολιορκητικός κριός είναι η λεγόμενη «Νέα Ανάγνωση» (ΝΑ) και η συμπόρευση της με τους Σραφφιανούς. Η Γερμανική ΝΑ αντιτίθεται στην υποτιθέμενη ακαμψία της κλασικής Μαρξιστικής θεωρίας. Υποστηρίζει ότι ο Μαρξ είχε μία «νομισματική θεωρία της αξίας» (δηλαδή άμεση ταύτιση αξίας και χρήματος), όταν ο τελευταίος είχε ρητά επικρίνει αυτή την εσφαλμένη αντίληψη του Φράνκλιν. Επίσης, η ΝΑ αρνείται ότι το κράτος είναι όργανο της αστικής τάξης και υποστηρίζει ότι, παρόλο ότι υποστηρίζει τον καπιταλισμό, έχει σημαντικούς βαθμούς αυτονομίας. Έτσι καταλήγει στη ρεφορμιστική πολιτική. Τέλος, αμφισβητεί τον επαναστατικό χαρακτήρα της εργατικής τάξης. Ο Σραφφιανισμός απορρίπτει την ΕΘΑ και την ΠΤΠΚ και, όταν δεν απορρίπτει τον Μαρξισμό, επιδιώκει να τον αφομοιώσει μέσα στον νεο- Ρικαρδιανισμό. Πολιτικά απεχθάνεται την αυτοτελή οργάνωση και δράση της εργατικής τάξης και προτάσσει την υπαγωγή της σε ρεφορμιστικές Κεϋνσιανές πολιτικές.
Το βασικό εργαλείο της επίθεσης αυτής είναι ο έλεγχος της έκδοσης των έργων του Μαρξ και του Ένγκελς (MEGA), μετά την κατάρρευση της Σοβ. Ένωσης, από γερμανικά ιδρύματα σοσιαλδημοκρατικής επιρροής (με κρατική χρηματοδότηση). Ο βασικός ισχυρισμός αυτού του δεύτερου κύματος επιθέσεων είναι ότι ο Ένγκελς παραμόρφωσε το Κεφάλαιο κάνοντας αδικαιολόγητες παρεμβάσεις και παρουσιάζοντας το ως ένα ολοκληρωμένο έργο, ενώ πρόκειται απλώς για ένα ελλιπές και αντιφατικό ερευνητικό σχεδίασμα. Ιδιαίτερα, η επίθεση αυτή επικεντρώνεται στην αμφισβήτηση του ότι ο Μαρξ έχει μία γενική θεωρία της οικονομικής κρίσης με βάση την ΠΤΠΚ. Η τελευταία αποδίδεται από τους νέους αντι-Ενγκελσιονιστές σε παραποιήσεις του Ένγκελς καθώς διατείνονται ότι ο Μαρξ στα χειρόγραφα του τρίτου τόμου του Κεφαλαίου εμφανίζεται να είχε αμφιβολίες και να είναι ουσιαστικά αγνωστικιστής.
Το κύριο μέτωπο τους είναι στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου, αν και ολόκληρο το Κεφάλαιο υφίσταται την επίθεση τους ως αντιφατικό και μη-δυνάμενο να ολοκληρωθεί λόγω αντιφάσεων πόνημα. Βέβαια, δεν μπορούν να κατηγορήσουν τον Ένγκελς για πλαστογράφηση του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου, καθώς αυτό δημοσιεύθηκε από τον ίδιο τον Μαρξ. Βέβαια, δυστυχώς γι’ αυτούς, ένα μεγάλο τμήμα των θέσεων που συγκεντρώνουν την οργή τους (π.χ. ΕΘΑ, Θεωρία Χρήματος, ΠΤΠΚ) είναι ήδη σαφώς διατυπωμένες στον πρώτο τόμο. Επομένως, η κύρια προσπάθειά τους είναι να εισάγουν μια σφήνα μεταξύ του πρώτου και του τρίτου τόμου του Κεφαλαίου, υποστηρίζοντας ότι ο Μαρξ είχε ανασκευάσει τις απόψεις του για τα ζητήματα αυτά κατά την συγγραφή του τρίτου τόμου και ότι ο Ένγκελς το απέκρυψε.
Ο M.Heincrich, εξέχων εκπρόσωπος της ΝΑ, υποστηρίζει ότι η παρέμβαση του Ένγκελς παραμόρφωσε το κείμενο του Μαρξ, παρουσιάζοντάς το ως συνεκτικό έργο, ενώ ήταν ένα ανολοκλήρωτο αλλά και μη-ολοκληρώσιμο έργο: η σκέψη του Μαρξ ήταν «πολύ πιο αμφίθυμη και πολύ λιγότερο ανεπτυγμένη», «είναι αμφίβολο αν τα υλικά ήταν διαθέσιμα για την ολοκλήρωση του Κεφαλαίου». Υπονοεί ακόμη και δόλιες προθέσεις, υποστηρίζοντας ότι ο Ένγκελς «δεν έδειξε με κανέναν τρόπο όλες τις παρεμβολές και αλλαγές που έκανε» στον τρίτο τόμο. Ως απόδειξη επικαλείται τους Vollgraf & Jungnickel. Μια προσεκτική εξέταση των αποδείξεών τους δείχνει ότι είναι αβάσιμοι φιλολογικοί σχολαστικισμοί με ουσιαστική άγνοια των αναλυόμενων οικονομικών ζητημάτων. Οι Vygodskii & Naron τους επέκριναν ευστοχότατα για το ότι δεν κατανοούν τον ιστορικό χαρακτήρα του Κεφαλαίου και ότι ουσιαστικά προσπαθούν, χωρίς να έχουν τα προσόντα, να υποκαταστήσουν τον Ένγκελς ως «σύγχρονοι» εκδότες του Κεφαλαίου.
Στα αναλυτικά θέματα, η κύρια εστίασή του δεύτερου αυτού κύματος αντι-Ενγκελσιονιστών είναι στη θεωρία των κρίσεων. Ο Heinrich προβάλλει το σόφισμα ότι μετά το 1865 «Παρόλο ότι ο Μαρξ δεν έκανε πλέον ρητή αναφορά στον« νόμο της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους», μια ισχυρή απόδειξη υποδηλώνει ότι ο Μαρξ δεν υποστήριζε πλέον αυτόν τον νόμο» . Η απόδειξη αυτή είναι ένα σημείο του τρίτου τόμου όπου ο Μαρξ εξετάζει αποκλίσεις μεταξύ της αξιακής (ΑΣΚ) και της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου (ΟΣΚ). Αυτό είναι ένα μελετημένο ζήτημα στην Μαρξιστική ανάλυση (Saad-Filho), που ο Heinrich αγνοεί επιδεικτικά. Όμως η ΠΤΠΚ του Μαρξ στηρίζεται στην ΟΣΚ.
Το επόμενο θεωρητικό ζήτημα που είναι η θεωρία του πιστωτικού συστήματος, όπου δηλώνει ότι ανακάλυψε προφανείς αποδείξεις Ενγκελσιανής παραποίησης του Μαρξ. Υποστηρίζει ότι ο Μαρξ δεν την συζητά στο επίπεδο υψηλής αφαίρεσης του Κεφαλαίου, αλλά σε χαμηλότερο επίπεδο που συνδέεται με ορισμένους ιστορικώς ειδικούς θεσμικούς παράγοντες. Υποστηρίζει μάλιστα ότι για τον Μαρξ «δεν μπορεί να υπάρξει μια γενική θεωρία πίστης». Στη συνέχεια, κατηγορεί τον Ένγκελς ότι παρουσίασε το ερευνητικό υλικό που βρήκε στο χειρόγραφο του Μαρξ ως γενική θεωρία. Αυτό είναι ένα εντελώς αβάσιμο επιχείρημα. Πρώτον, η ανάλυση της πίστης αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της θεωρίας του χρήματος. Και η θεωρία του χρήματος του Μαρξ είναι ένα οργανικό μέρος της ανάλυσης του Κεφαλαίου. Δεύτερον, η ανάλυση του Μαρξ προχωρά από το αφηρημένο προς το συγκεκριμένο. Κατά συνέπεια, η ανάλυσή του για την πίστη ακολουθεί την ίδια διαδρομή και δεν μπορεί να υποβιβαστεί σε κάποιο ενδιάμεσο επίπεδο.
Οι Σραφφιανοί συνεπικουρούν τη ΝΑ, αν και υποτίθεται ότι έχουν αντίθετες απόψεις για την θεωρία της αξίας. Ο H.Kurz, εξέχουσα προσωπικότητα του Σραφφιανισμού, επαινεί τα MEGA γιατί παρουσιάζουν τον Μαρξ ως «αναγεννησιακό άνθρωπο και homo universalis» παρά ως πολιτικό ακτιβιστή. Κατηγορεί τον Ένγκελς ότι «δεν ήταν, τουλάχιστον όχι εντελώς, ο αθώος εκδότης όπως αυτός ισχυρίσθηκε, αν και υπάρχει λόγος να υποθέσουμε ότι αισθάνθηκε ότι ήταν». Θρηνεί γιατί τα MEGA δεν βρήκαν καμία υπαναχώρηση του Μαρξ από την ΕΘΑ (αν και ο διαβόητα επιπόλαιος D.Harvey έχει βιαστεί να δηλώσει κάτι τέτοιο). Όμως εκστασιάζεται όσον αφορά την ΠΤΠΚ, όπου ενστερνίζεται πρόθυμα όλους τους ισχυρισμούς της ΝΑ. Τα συμπεράσματά του είναι αποκαλυπτικά πολιτικά. Με βάση την αποδιάρθρωση του Μαρξισμού από τα MEGA καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο Μαρξ είχε επιφυλάξεις σχετικά με το αναπόφευκτο του σοσιαλισμού».
Αντιπαλεύουν την αυτοτελή πολιτική δράση του προλεταριάτου
Για τους αντι-Ενγκελσιονιστές που προσπαθούν να προβληθούν ως οι πραγματικοί διερμηνείς της σκέψης του Μαρξ, η ιστορία δεν αφήνει περιθώρια. Η στενή προσωπική σχέση του Μαρξ και του Ένγκελς, ο κοινός τρόπος σκέψης, ο καταμερισμός της εργασίας (τόσο θεωρητικός όσο και πολιτικός) είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση.
Ο λόγος που ο Ένγκελς προσελκύει τόσο μίσος είναι ότι συστηματοποίησε τον Μαρξισμό ως θεωρητικό σύστημα και τον μεταμόρφωσε σε ένα μαζικό πολιτικό κίνημα. Άλλωστε οι σύγχρονοι αντι-Ενγκελσιονιστές προτιμούν να μην έχει δημοσιευθεί το Κεφάλαιο: «είναι ένα ατελές και μη-δυνάμενο να ολοκληρωθεί έργο». Γι’ αυτόν τον λόγο, προσπαθούν να απεικονίσουν τον Μαρξ ως «φιλελεύθερο στοχαστή» (Carver) σε αντίθεση με τον «ύπουλο» κομμουνιστή Ένγκελς. Είναι αλήθεια ότι ο Ένγκελς έγινε κομμουνιστής πριν από τον Μαρξ. Είναι εξίσου αλήθεια ότι ο Μαρξ και ο Ένγκελς είναι συνιδρυτές του Μαρξισμού και του κομμουνιστικού κινήματος. Αυτός ο δεσμός δεν μπορεί να καταλυθεί, παρά τις «φιλότιμες» προσπάθειες των αντι-Ενγκελσιονιστών.